διαγορευω • DIAGOREUW • diagoreuō

Search: διαγορευει

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
διαγορευει; διαγορευειδιαγορεύωδι·αγορευ·ει; δι·αγορευ·ειpres act ind 3rd sg; pres mp ind 2nd sg classical

δι·αγορεύω [LXX] (δι+αγορευ-, -, -, -, δι+ηγορευ-, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιαγορευωδι·αγορευ·ωδιαγορευομαιδι·αγορευ·ομαι
2ndδιαγορευειςδι·αγορευ·ειςδιαγορευῃ, διαγορευει[LXX], διαγορευεσαιδι·αγορευ·ῃ, δι·αγορευ·ει classical, δι·αγορευ·εσαι alt
3rdδιαγορευει[LXX]δι·αγορευ·ειδιαγορευεταιδι·αγορευ·εται
Pl1stδιαγορευομενδι·αγορευ·ομενδιαγορευομεθαδι·αγορευ·ομεθα
2ndδιαγορευετεδι·αγορευ·ετεδιαγορευεσθεδι·αγορευ·εσθε
3rdδιαγορευουσιν, διαγορευουσιδι·αγορευ·ουσι(ν)διαγορευονταιδι·αγορευ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιαγορευωδι·αγορευ·ωδιαγορευωμαιδι·αγορευ·ωμαι
2ndδιαγορευῃςδι·αγορευ·ῃςδιαγορευῃδι·αγορευ·ῃ
3rdδιαγορευῃδι·αγορευ·ῃδιαγορευηταιδι·αγορευ·ηται
Pl1stδιαγορευωμενδι·αγορευ·ωμενδιαγορευωμεθαδι·αγορευ·ωμεθα
2ndδιαγορευητεδι·αγορευ·ητεδιαγορευησθεδι·αγορευ·ησθε
3rdδιαγορευωσιν, διαγορευωσιδι·αγορευ·ωσι(ν)διαγορευωνταιδι·αγορευ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιαγορευοιμιδι·αγορευ·οιμιδιαγορευοιμηνδι·αγορευ·οιμην
2ndδιαγορευοιςδι·αγορευ·οιςδιαγορευοιοδι·αγορευ·οιο
3rdδιαγορευοιδι·αγορευ·οιδιαγορευοιτοδι·αγορευ·οιτο
Pl1stδιαγορευοιμενδι·αγορευ·οιμενδιαγορευοιμεθαδι·αγορευ·οιμεθα
2ndδιαγορευοιτεδι·αγορευ·οιτεδιαγορευοισθεδι·αγορευ·οισθε
3rdδιαγορευοιεν, διαγορευοισανδι·αγορευ·οιεν, δι·αγορευ·οισαν altδιαγορευοιντοδι·αγορευ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιαγορευεδι·αγορευ·εδιαγορευουδι·αγορευ·ου
3rdδιαγορευετωδι·αγορευ·ετωδιαγορευεσθωδι·αγορευ·εσθω
Pl1st
2ndδιαγορευετεδι·αγορευ·ετεδιαγορευεσθεδι·αγορευ·εσθε
3rdδιαγορευετωσαν, διαγορευοντωνδι·αγορευ·ετωσαν, δι·αγορευ·οντων classicalδιαγορευεσθωσαν, διαγορευεσθωνδι·αγορευ·εσθωσαν, δι·αγορευ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διαγορευειν​δι·αγορευ·ειν​διαγορευεσθαι​δι·αγορευ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιαγορευουσαδιαγορευονδι·αγορευ·ουσ·αδι·αγορευ·ο[υ]ν[τ]
Nomδιαγορευωνδι·αγορευ·ο[υ]ν[τ]·^
Accδιαγορευουσανδιαγορευονταδι·αγορευ·ουσ·ανδι·αγορευ·ο[υ]ντ·α
Datδιαγορευουσῃδιαγορευοντιδι·αγορευ·ουσ·ῃδι·αγορευ·ο[υ]ντ·ι
Genδιαγορευουσηςδιαγορευοντοςδι·αγορευ·ουσ·ηςδι·αγορευ·ο[υ]ντ·ος
PlVocδιαγορευουσαιδιαγορευοντεςδιαγορευονταδι·αγορευ·ουσ·αιδι·αγορευ·ο[υ]ντ·εςδι·αγορευ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδιαγορευουσαςδιαγορευονταςδι·αγορευ·ουσ·αςδι·αγορευ·ο[υ]ντ·ας
Datδιαγορευουσαιςδιαγορευουσι, διαγορευουσινδι·αγορευ·ουσ·αιςδι·αγορευ·ου[ντ]·σι(ν)
Genδιαγορευουσωνδιαγορευοντωνδι·αγορευ·ουσ·ωνδι·αγορευ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιαγορευομενηδιαγορευομενεδι·αγορευ·ομεν·ηδι·αγορευ·ομεν·ε
Nomδιαγορευομενοςδι·αγορευ·ομεν·ος
Accδιαγορευομενηνδιαγορευομενονδι·αγορευ·ομεν·ηνδι·αγορευ·ομεν·ον
Datδιαγορευομενῃδιαγορευομενῳδι·αγορευ·ομεν·ῃδι·αγορευ·ομεν·ῳ
Genδιαγορευομενηςδιαγορευομενουδι·αγορευ·ομεν·ηςδι·αγορευ·ομεν·ου
PlVocδιαγορευομεναιδιαγορευομενοιδιαγορευομεναδι·αγορευ·ομεν·αιδι·αγορευ·ομεν·οιδι·αγορευ·ομεν·α
Nom
Accδιαγορευομεναςδιαγορευομενουςδι·αγορευ·ομεν·αςδι·αγορευ·ομεν·ους
Datδιαγορευομεναιςδιαγορευομενοιςδι·αγορευ·ομεν·αιςδι·αγορευ·ομεν·οις
Genδιαγορευομενωνδιαγορευομενωνδι·αγορευ·ομεν·ωνδι·αγορευ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιηγορευονδι·ε·αγορευ·ονδιηγορευομηνδι·ε·αγορευ·ομην
2ndδιηγορευεςδι·ε·αγορευ·εςδιηγορευουδι·ε·αγορευ·ου
3rdδιηγορευεν, διηγορευεδι·ε·αγορευ·ε(ν)διηγορευετοδι·ε·αγορευ·ετο
Pl1stδιηγορευομενδι·ε·αγορευ·ομενδιηγορευομεθαδι·ε·αγορευ·ομεθα
2ndδιηγορευετεδι·ε·αγορευ·ετεδιηγορευεσθεδι·ε·αγορευ·εσθε
3rdδιηγορευον, διηγορευοσανδι·ε·αγορευ·ον, δι·ε·αγορευ·οσαν altδιηγορευοντοδι·ε·αγορευ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιηγορευμαιδι·ηγορευ·μαι
2ndδιηγορευσαιδι·ηγορευ·σαι
3rdδιηγορευταιδι·ηγορευ·ται
Pl1stδιηγορευμεθαδι·ηγορευ·μεθα
2ndδιηγορευσθεδι·ηγορευ·σθε
3rdδιηγορευνταιδι·ηγορευ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιηγορευσομαιδι·ηγορευ·σομαι
2ndδιηγορευσῃ, διηγορευσειδι·ηγορευ·σῃ, δι·ηγορευ·σει classical
3rdδιηγορευσεταιδι·ηγορευ·σεται
Pl1stδιηγορευσομεθαδι·ηγορευ·σομεθα
2ndδιηγορευσεσθεδι·ηγορευ·σεσθε
3rdδιηγορευσονταιδι·ηγορευ·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιηγορευσοιμηνδι·ηγορευ·σοιμην
2ndδιηγορευσοιοδι·ηγορευ·σοιο
3rdδιηγορευσοιτοδι·ηγορευ·σοιτο
Pl1stδιηγορευσοιμεθαδι·ηγορευ·σοιμεθα
2ndδιηγορευσοισθεδι·ηγορευ·σοισθε
3rdδιηγορευσοιντοδι·ηγορευ·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιηγορευσοδι·ηγορευ·σο
3rdδιηγορευσθωδι·ηγορευ·σθω
Pl1st
2ndδιηγορευσθεδι·ηγορευ·σθε
3rdδιηγορευσθωσαν, διηγορευσθωνδι·ηγορευ·σθωσαν, δι·ηγορευ·σθων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διηγορευσθαι​δι·ηγορευ·σθαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διηγορευσεσθαι​δι·ηγορευ·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιηγορευμενηδιηγορευμενεδι·ηγορευ·μεν·ηδι·ηγορευ·μεν·ε
Nomδιηγορευμενοςδι·ηγορευ·μεν·ος
Accδιηγορευμενηνδιηγορευμενονδι·ηγορευ·μεν·ηνδι·ηγορευ·μεν·ον
Datδιηγορευμενῃδιηγορευμενῳδι·ηγορευ·μεν·ῃδι·ηγορευ·μεν·ῳ
Genδιηγορευμενηςδιηγορευμενουδι·ηγορευ·μεν·ηςδι·ηγορευ·μεν·ου
PlVocδιηγορευμεναιδιηγορευμενοιδιηγορευμεναδι·ηγορευ·μεν·αιδι·ηγορευ·μεν·οιδι·ηγορευ·μεν·α
Nom
Accδιηγορευμεναςδιηγορευμενουςδι·ηγορευ·μεν·αςδι·ηγορευ·μεν·ους
Datδιηγορευμεναιςδιηγορευμενοις[LXX]δι·ηγορευ·μεν·αιςδι·ηγορευ·μεν·οις
Genδιηγορευμενωνδιηγορευμενωνδι·ηγορευ·μεν·ωνδι·ηγορευ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιηγορευμηνδι·ε·ηγορευ·μην
2ndδιηγορευσοδι·ε·ηγορευ·σο
3rdδιηγορευτοδι·ε·ηγορευ·το
Pl1stδιηγορευμεθαδι·ε·ηγορευ·μεθα
2ndδιηγορευσθεδι·ε·ηγορευ·σθε
3rdδιηγορευντοδι·ε·ηγορευ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 19-Apr-2024 10:18:55 EDT