δεκα·πλασίων -ον [LXX], gen. sg. -ονος
Quantifier (Multiplicative Numeral) Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.
3-3-3 Adjective |
| | Contracted | Uncontracted |
| | Fem | Mas | Neu | Fem | Mas | Neu |
Sg | Voc | | δεκαπλασιον | | δεκαπλασιον |
Nom | δεκαπλασιων | | δεκαπλασιον·^ | |
Acc | δεκαπλασιονα, δεκαπλασιω | δεκαπλασιον·α, δεκαπλασι(ο)[ν]·α |
Dat | δεκαπλασιονι | δεκαπλασιον·ι |
Gen | δεκαπλασιονος | δεκαπλασιον·ος |
Pl | Voc | δεκαπλασιονες, δεκαπλασιους | δεκαπλασιονα, δεκαπλασιω | δεκαπλασιον·ες, δεκαπλασι(ο)[ν]·ες | δεκαπλασιον·α, δεκαπλασι(ο)[ν]·α |
Nom |
Acc | δεκαπλασιονας[LXX], δεκαπλασιους | δεκαπλασιον·ας, δεκαπλασι(ο)[ν]·ας |
Dat | δεκαπλασιοσι, δεκαπλασιοσιν | δεκαπλασιο[ν]·σι(ν) |
Gen | δεκαπλασιονων | δεκαπλασιον·ων |
|