Ζ ζ
ζωο-
ζα- ζβ- ζγ- ζδ- ζε- ζζ- ζη- ζθ- ζι- ζκ- ζλ- ζμ- ζν- ζξ- ζο- ζπ- ζρ- ζς- ζτ- ζυ- ζφ- ζχ- ζψ- ζω-
ζωα- ζωβ- ζωγ- ζωδ- ζωε- ζωζ- ζωη- ζωθ- ζωι- ζωκ- ζωλ- ζωμ- ζων- ζωξ- ζωο- ζωπ- ζωρ- ζως- ζωτ- ζωυ- ζωφ- ζωχ- ζωψ- ζωω-
ζωοα- ζωοβ- ζωογ- ζωοδ- ζωοε- ζωοζ- ζωοη- ζωοθ- ζωοι- ζωοκ- ζωολ- ζωομ- ζωον- ζωοξ- ζωοο- ζωοπ- ζωορ- ζωος- ζωοτ- ζωου- ζωοφ- ζωοχ- ζωοψ- ζωοω-
Annotated entries are asterisked.
ζῷον, -ου, τό living being (n.)
ζῳοποιέω (cf. ζωογονέω) to bring to life (v.)
ζωός -ή -όν [EXTRA] alive (adj.)