Υ υ
υψ-
υα- υβ- υγ- υδ- υε- υζ- υη- υθ- υι- υκ- υλ- υμ- υν- υξ- υο- υπ- υρ- υς- υτ- υυ- υφ- υχ- υψ- υω-
υψα- υψβ- υψγ- υψδ- υψε- υψζ- υψη- υψθ- υψι- υψκ- υψλ- υψμ- υψν- υψξ- υψο- υψπ- υψρ- υψς- υψτ- υψυ- υψφ- υψχ- υψψ- υψω-
Annotated entries are asterisked.
ὑψηλός -ή -όν
elevated (adj.)
ὑψηλότατος -η -ον [LXX] ??? (adj.)
ὑψηλότερος -α -ον high, lofty (adj.)
ὑψηλοφρονέω to high-minded (v.)
ὕψι [EXTRA] ??? (adv.)
ὕψιστος -η -ον highest (adj.)
ὕψος, -ους, τό height (n.)
ὑψόω to lift-up/exalt (v.)
ὕψωμα, -ατος, τό height (n.)
ὑψηλότατος -η -ον [LXX] ??? (adj.)
ὑψηλότερος -α -ον high, lofty (adj.)
ὑψηλοφρονέω to high-minded (v.)
ὕψι [EXTRA] ??? (adv.)
ὕψιστος -η -ον highest (adj.)
ὕψος, -ους, τό height (n.)
ὑψόω to lift-up/exalt (v.)
ὕψωμα, -ατος, τό height (n.)