Υ υ
υς-
υα- υβ- υγ- υδ- υε- υζ- υη- υθ- υι- υκ- υλ- υμ- υν- υξ- υο- υπ- υρ- υς- υτ- υυ- υφ- υχ- υψ- υω-
υσα- υσβ- υσγ- υσδ- υσε- υσζ- υση- υσθ- υσι- υσκ- υσλ- υσμ- υσν- υσξ- υσο- υσπ- υσρ- υσς- υστ- υσυ- υσφ- υσχ- υσψ- υσω-
Annotated entries are asterisked.
ὗς, ὑός, ἡ
swine (n.)
ὕσσωπον, -ου, τό (s. -πος) hyssop (n.)
ὕσσωπος, -ου, ἡ and ὁ and -πον, ???, τό hyssop (n.)
ὕστατος -η -ον [LXX] last (adj.)
ὑστερέω to lack (v.)
ὑστέρημα, -ατος, τό lacking (n.)
ὑστέρησις, -εως, ἡ deprivations (n.)
ὕστερον afterward (adv.)
ὕστερος -α -ον latter (adj.)
ὕσσωπον, -ου, τό (s. -πος) hyssop (n.)
ὕσσωπος, -ου, ἡ and ὁ and -πον, ???, τό hyssop (n.)
ὕστατος -η -ον [LXX] last (adj.)
ὑστερέω to lack (v.)
ὑστέρημα, -ατος, τό lacking (n.)
ὑστέρησις, -εως, ἡ deprivations (n.)
ὕστερον afterward (adv.)
ὕστερος -α -ον latter (adj.)