Τ τ
τρυ-
τα- τβ- τγ- τδ- τε- τζ- τη- τθ- τι- τκ- τλ- τμ- τν- τξ- το- τπ- τρ- τς- ττ- τυ- τφ- τχ- τψ- τω-
τρα- τρβ- τργ- τρδ- τρε- τρζ- τρη- τρθ- τρι- τρκ- τρλ- τρμ- τρν- τρξ- τρο- τρπ- τρρ- τρς- τρτ- τρυ- τρφ- τρχ- τρψ- τρω-
τρυα- τρυβ- τρυγ- τρυδ- τρυε- τρυζ- τρυη- τρυθ- τρυι- τρυκ- τρυλ- τρυμ- τρυν- τρυξ- τρυο- τρυπ- τρυρ- τρυς- τρυτ- τρυυ- τρυφ- τρυχ- τρυψ- τρυω-
Annotated entries are asterisked.
τρυγάω to harvest (v.)
τρυγών, -όνος, ἡ turtledove (n.)
τρυμαλιά, -ᾶς, ἡ hole (n.)
τρύπημα, -ατος, τό hole (n.)
Τρύφαινα, -ης, ἡ Tryphaena (n.) [Person]
τρυφάω to live softly (v.)
τρυφή, -ῆς, ἡ indulgence (n.)
Τρυφῶσα, -ης, ἡ Tryphosa (n.) [Person]