Τ τ
τολ-
τα- τβ- τγ- τδ- τε- τζ- τη- τθ- τι- τκ- τλ- τμ- τν- τξ- το- τπ- τρ- τς- ττ- τυ- τφ- τχ- τψ- τω-
τοα- τοβ- τογ- τοδ- τοε- τοζ- τοη- τοθ- τοι- τοκ- τολ- τομ- τον- τοξ- τοο- τοπ- τορ- τος- τοτ- του- τοφ- τοχ- τοψ- τοω-
τολα- τολβ- τολγ- τολδ- τολε- τολζ- τολη- τολθ- τολι- τολκ- τολλ- τολμ- τολν- τολξ- τολο- τολπ- τολρ- τολς- τολτ- τολυ- τολφ- τολχ- τολψ- τολω-
Annotated entries are asterisked.
τόλμη, -ης, ἡ [LXX] courage (n.)
τολμηρός -ά -όν [LXX] reckless (adj.)
τολμηρότερον more boldly (adv.)
τολμηρότερος -α -ον [LXX] more reckless (adj.)
τολμητής, -οῦ, ὁ darer (n.)