Sign In | New Login | Edit Anonymously
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Τ τ

τε-

τα- τβ- τγ- τδ- τε- τζ- τη- τθ- τι- τκ- τλ- τμ- τν- τξ- το- τπ- τρ- τς- ττ- τυ- τφ- τχ- τψ- τω-
τεα- τεβ- τεγ- τεδ- τεε- τεζ- τεη- τεθ- τει- τεκ- τελ- τεμ- τεν- τεξ- τεο- τεπ- τερ- τες- τετ- τευ- τεφ- τεχ- τεψ- τεω-

Annotated entries are asterisked.

τέ and [postpositive coordinate]
τειχίζω [LXX] to wall (v.)
τεῖχος, -ους, τό wall (n.)
τεκμήριον, -ου, τό proof (n.)
τεκνίον, -ου, τό little child (n.)
τεκνογονέω to bear children (v.)
τεκνογονία, -ας, ἡ childbearing (n.)
τέκνον, -ου, τό child (n.)
τεκνοτροφέω to rear children (v.)
τεκτονικός -ή -όν [LXX] skilled (adj.)
τέκτων, -ονος, ὁ carpenter (n.)
τέλειος -α -ον complete (adj.)
τελειότερος -τέρα -ον more complete (adj.)
τελειότης, -ητος, ἡ perfection (n.)
τελειόω to complete (v.)
τελείως completely (adv.)
τελείωσις, -εως, ἡ completion (n.)
τελειωτής, -οῦ, ὁ masterer (n.)
τελεσφορέω to bear to maturity (v.)
τελευτάω to end (v.)
τελευτή, -ῆς, ἡ end (n.)
τελέω to end (v.)
* τέλος, -ους, τό end (n.)
τελώνης, -ου, ὁ tax collector (n.)
τελώνιον, -ου, τό tax booth (n.)
τέρας, -ατος, τό miracle (n.)
τερπνότης, -ητος, ἡ [LXX] pleasure (n.)
τέρπω [LXX] to delight (v.)
Τέρτιος, -ου, ὁ Terence (n.)
Τέρτυλλος, -ου, ὁ Tertullus (n.)
τεσσαράκοντα (s. τεσσερ-) forty (adj.)
τεσσαρακονταετής -ές (s. τεσσερ-) of a forty-year period (adj.)
τέσσαρες -α four (adj.)
τεσσαρεσκαιδέκατος -η -ον fourteenth (adj.)
τεσσεράκοντα v.l. τεσσαρ- forty (adj.)
τεσσερακονταετής v.l. τεσσαρ- -ές of a forty-year period (adj.)
τεταρταῖος -α -ον fourth day (adj.)
τέταρτος -η -ον fourth (adj.)
τετρααρχέω v.l. τετραρχ- to to be tetrarch (v.)
τετραάρχης v.l. τετράρχ-, -ου, ὁ tetrarch (n.)
τετράγωνος -ον four-square (adj.)
τετράδιον, -ου, τό squad of four soldiers (n.)
τετράδραχμος -ον [LXX] ??? (adj.)
τετρακισμύριοι -αι -α [LXX] ??? (adj.)
τετρακισχίλιοι -αι -α four thousand (adj.)
τετρακόσιοι -αι -α four hundred (adj.)
τετράμηνος -ον of a four-month period (adj.)
τετράπεδος -ον [LXX] squared/four-sided (adj.)
τετραπλόος -έα -ον (s. τετραπλοῦς) quadruple/fourfold (adj.)
τετραπλοῦς -ῆ -οῦν a.k.a. τετραπλόος quadruple/fourfold (adj.)
τετραπλῶς [LXX] fourfoldly (adv.)
* τετράπουν, -ου, τό [LXX] animal (n.)
* τετράπους -πουν four-footed (adj.)
τετραρχέω (s. τετρααρχ-) to to be tetrarch (v.)
τετράρχης, -ου, ὁ (s. τετραάρχ-) tetrarch (n.)
τετράς, -άδος, ἡ [LXX] four (n.)
τετράστιχος -ον [LXX] ??? (adj.)
τεύχω [LXX] to to make ready make build work (v.)
τεφρόω to reduce to ashes (v.)
τέχνη, -ης, ἡ trade (n.)
τεχνίτης, -ου, ὁ designer (n.)

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 03-Oct-2024 15:01:52 UTC

CATEGORIES

TEXTS

RESOURCES

ABOUT

The Kata Biblon Wiki Lexicon of the Greek New Testament is a publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint.

www.katabiblon.com

OPTIONS



KEYMAP

abgdezhqiklm
αβγδεζηθικλμ
nxoprstufcyw
νξοπρστυφχψω
)(/\=|+'v@#*
᾿ ͺ¨ϝϛʹ%
Wildcard: %