Sign In | New Login | Edit Anonymously
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Τ τ

τα-

τα- τβ- τγ- τδ- τε- τζ- τη- τθ- τι- τκ- τλ- τμ- τν- τξ- το- τπ- τρ- τς- ττ- τυ- τφ- τχ- τψ- τω-
ταα- ταβ- ταγ- ταδ- ταε- ταζ- ταη- ταθ- ται- τακ- ταλ- ταμ- ταν- ταξ- ταο- ταπ- ταρ- τας- τατ- ταυ- ταφ- ταχ- ταψ- ταω-

Annotated entries are asterisked.

ταβέρναι, -ῶν, αἱ tavern (n.)
Ταβηθά, ἡ (s. Ταβι-) Tabitha (n.) [Person]
Ταβιθά v.l. Ταβη-, ἡ Tabitha (n.) [Person]
τάγμα, -ατος, τό division (n.)
τάδε (s. ὅδε) this (pron.) [Pronoun]
τακτός -ή -όν appointed (adj.)
ταλαιπωρέω to suffer (v.)
ταλαιπωρία, -ας, ἡ misery (n.)
ταλαίπωρος -ον miserable (adj.)
ταλαντιαῖος -α -ον talent's worth (adj.)
* τάλαντον, -ου, τό talent (n.)
τἀληθές (τό ἀληθές) [LXX] the truth [Crasis]
ταλιθά little girl (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
τἄλλα (τὰ ἄλλα) [LXX] all else [Crasis]
ταμεῖον v.l. -μιεῖον, -ου, τό storeroom (n.)
ταμιεῖον, -ου, τό (s. -μεῖον) storeroom (n.)
τἀνδρός (τοῦ ἀνδρός) [LXX] the man/husband [Crasis]
τάξις, -εως, ἡ order (n.)
ταπεινός -ή -όν lowly (adj.)
ταπεινότερος -α -ον [LXX] lower (adj.)
ταπεινοφροσύνη, -ης, ἡ humility (n.)
ταπεινόφρων -ον low-minded (adj.)
ταπεινόω to humble (v.)
ταπείνωσις, -εως, ἡ depth (n.)
ταράσσω to trouble (v.)
ταραχή, -ῆς, ἡ disturbance (n.)
τάραχος, -ου, ὁ disturbance (n.)
Ταρσεύς, -έως, ὁ Tarsian (n.)
Ταρσός, -οῦ, ἡ Tarsus (n.) [Place]
ταρταρόω to hold captive in Tartarus (v.)
τάσσω/τάττω to appoint (v.)
τάττω (s. τάσσω) to appoint (v.)
ταῦρος, -ου, ὁ bull (n.)
ταὐτὰ (τὰ αὐτά) [LXX] the-same-as, this, these [Crasis]
ταφή, -ῆς, ἡ burial (n.)
τάφος, -ου, ὁ grave (n.)
τάχα perhaps/possibly (adv.)
ταχέως quickly (adv.)
ταχινός -ή -όν speedily (adj.)
τάχιον/θᾶττον quicklier (adv.)
τάχιστα quickliest (adv.)
τάχιστος -η -ον [LXX] quickest (adj.)
τάχος, -ους, τό speed (n.)
ταχύ quickly (adv.)
ταχύς -εῖα -ύ quick (adj.)

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 03-Oct-2024 14:42:51 UTC

CATEGORIES

TEXTS

RESOURCES

ABOUT

The Kata Biblon Wiki Lexicon of the Greek New Testament is a publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint.

www.katabiblon.com

OPTIONS



KEYMAP

abgdezhqiklm
αβγδεζηθικλμ
nxoprstufcyw
νξοπρστυφχψω
)(/\=|+'v@#*
᾿ ͺ¨ϝϛʹ%
Wildcard: %