Σ ς
συρ-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
συα- συβ- συγ- συδ- συε- συζ- συη- συθ- συι- συκ- συλ- συμ- συν- συξ- συο- συπ- συρ- συς- συτ- συυ- συφ- συχ- συψ- συω-
συρα- συρβ- συργ- συρδ- συρε- συρζ- συρη- συρθ- συρι- συρκ- συρλ- συρμ- συρν- συρξ- συρο- συρπ- συρρ- συρς- συρτ- συρυ- συρφ- συρχ- συρψ- συρω-
Annotated entries are asterisked.
Συραφοινίκισσα, -ης, ἡ (s. Συρο-) Syrophoenician woman (n.)
Συρία, -ας, ἡ Syria (n.) [Place]
σύριγξ, -γγος, ἡ [LXX] pipe (n.)
συρίζω [LXX] to hiss (v.)
Σύρος, -ου, ὁ Syrian (n.)
Συροφοινίκισσα v.l. Συρα-, -ης, ἡ Syrophoenician woman (n.)
Συροφοίνιξ, -ικος, ὁ [EXTRA] Syrophoenician man (n.)
Σύρτις, -εως, ἡ Syrtis (n.)
σύρω to drag (v.)