Σ ς
συκ-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
συα- συβ- συγ- συδ- συε- συζ- συη- συθ- συι- συκ- συλ- συμ- συν- συξ- συο- συπ- συρ- συς- συτ- συυ- συφ- συχ- συψ- συω-
συκα- συκβ- συκγ- συκδ- συκε- συκζ- συκη- συκθ- συκι- συκκ- συκλ- συκμ- συκν- συκξ- συκο- συκπ- συκρ- συκς- συκτ- συκυ- συκφ- συκχ- συκψ- συκω-
Annotated entries are asterisked.
συκῆ, -ῆς, ἡ fig tree (n.)
συκομορέα v.l. -μωραία, -ας, ἡ sycamore fig tree (n.)
συκομωραία, -ας, ἡ (s. -μορέα) sycamore fig tree (n.)
σῦκον, -ου, τό fig (n.)
συκοφαντέω to defraud/extort (v.)
συκοφάντης, -ου, ὁ [LXX] abuser of power (n.)
συκοφαντία, -ας, ἡ [LXX] abuse of power (n.)
συκών, -ῶνος, ὁ fig grove (n.)