Σ ς
στρ-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
στα- στβ- στγ- στδ- στε- στζ- στη- στθ- στι- στκ- στλ- στμ- στν- στξ- στο- στπ- στρ- στς- σττ- στυ- στφ- στχ- στψ- στω-
στρα- στρβ- στργ- στρδ- στρε- στρζ- στρη- στρθ- στρι- στρκ- στρλ- στρμ- στρν- στρξ- στρο- στρπ- στρρ- στρς- στρτ- στρυ- στρφ- στρχ- στρψ- στρω-
Annotated entries are asterisked.
στράτευμα, -ατος, τό soldier (n.)
στρατεύω to campaign/go into battle (v.)
στρατηγός, -οῦ, ὁ commander (n.)
στρατιά, -ᾶς, ἡ army (n.)
στρατιώτης, -ου, ὁ soldier (n.)
στρατοκῆρυξ, -υκος, ὁ [LXX] ??? (n.)
στρατολογέω to recruit (v.)
στρατοπεδάρχης, -ου, ὁ military commander (n.)
στρατόπεδον, -ου, τό military camp (n.)
στρεβλόω to twist (v.)
στρέφω to turn (v.)
στρηνιάω to live in luxury (v.)
στρῆνος, -ους, τό luxury (n.)
στρουθίον, -ου, τό sparrow (n.)
στρουθός, -ου, ὁ [LXX] sparrow (n.)
στροφή, -ῆς, ἡ [LXX] twist (n.)
στρόφιγξ, -γγος, ὁ [LXX] axle/pin (n.)
στρώννυμι (s. στρωννύω) to spread out (v.)
στρωννύω/στρώννυμι to spread out (v.)