Σ ς
στο-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
στα- στβ- στγ- στδ- στε- στζ- στη- στθ- στι- στκ- στλ- στμ- στν- στξ- στο- στπ- στρ- στς- σττ- στυ- στφ- στχ- στψ- στω-
στοα- στοβ- στογ- στοδ- στοε- στοζ- στοη- στοθ- στοι- στοκ- στολ- στομ- στον- στοξ- στοο- στοπ- στορ- στος- στοτ- στου- στοφ- στοχ- στοψ- στοω-
Annotated entries are asterisked.
στοιβάζω [LXX] to ??? (v.)
στοιβάς, -άδος, ἡ (s. στιβ-) layer (n.)
Στοϊκός -ή -όν Stoic (adj.)
* στοιχεῖον, -ου, τό principle (n.)
στοιχέω to conform (v.)
στολή, -ῆς, ἡ robe (n.)
στολίζω [LXX] to ??? (v.)
στόμα, -ατος, τό mouth/maw (n.)
στόμαχος, -ου, ὁ stomach (n.)