Σ ς
στι-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
στα- στβ- στγ- στδ- στε- στζ- στη- στθ- στι- στκ- στλ- στμ- στν- στξ- στο- στπ- στρ- στς- σττ- στυ- στφ- στχ- στψ- στω-
στια- στιβ- στιγ- στιδ- στιε- στιζ- στιη- στιθ- στιι- στικ- στιλ- στιμ- στιν- στιξ- στιο- στιπ- στιρ- στις- στιτ- στιυ- στιφ- στιχ- στιψ- στιω-
Annotated entries are asterisked.
στίγμα, -ατος, τό stigma (n.)
στιγμή, -ῆς, ἡ instant (n.)
στίλβω to gleam (v.)
στιχίζω [LXX] to ??? (v.)