Σ ς
στε-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
στα- στβ- στγ- στδ- στε- στζ- στη- στθ- στι- στκ- στλ- στμ- στν- στξ- στο- στπ- στρ- στς- σττ- στυ- στφ- στχ- στψ- στω-
στεα- στεβ- στεγ- στεδ- στεε- στεζ- στεη- στεθ- στει- στεκ- στελ- στεμ- στεν- στεξ- στεο- στεπ- στερ- στες- στετ- στευ- στεφ- στεχ- στεψ- στεω-
Annotated entries are asterisked.
στέγη, -ης, ἡ roof (n.)
* στέγω to bear (v.)
στεῖρα, -ας, ἡ barren one (n.)
στέλλω to withdraw/send (v.)
στέμμα, -ατος, τό garland (n.)
στεναγμός, -οῦ, ὁ groan (n.)
στενάζω to sigh/groan (v.)
στενός -ή -όν narrow (adj.)
στενοχωρέω to restrict (v.)
στενοχωρία, -ας, ἡ constriction (n.)
στερεός -ά -όν solid (adj.)
στερεόω to solidify (v.)
στερέωμα, -ατος, τό firmament (n.)
στερεώτερος -α -ον [LXX] more solid (adj.)
Στεφανᾶς, -ᾶ, ὁ Stephanas (n.) [Person]
στέφανος[1], -ου, ὁ wreath (n.)
Στέφανος[2], -ου, ὁ wreath (n.) [Person]
στεφανόω to crown (v.)