Sign In | New Login | Edit Anonymously
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Σ ς

στ-

σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
στα- στβ- στγ- στδ- στε- στζ- στη- στθ- στι- στκ- στλ- στμ- στν- στξ- στο- στπ- στρ- στς- σττ- στυ- στφ- στχ- στψ- στω-

Annotated entries are asterisked.

στάδιοι, -ων, οἱ (s. στάδιον ) 600 ft. or 1/8 Mile (n.)
στάδιον, -ου, τό and στάδιοι, -ων, οἱ 600 ft. or 1/8 Mile (n.)
στάζω [LXX] to drip (v.)
στάμνος, -ου, ἡ jar (n.)
στασιαστής, -οῦ, ὁ insurgent (n.)
* στάσις, -εως, ἡ uprising (n.)
* στατήρ, -ῆρος, ὁ stater (n.)
σταυρός, -οῦ, ὁ cross (n.)
σταυρόω to crucify (v.)
σταφυλή, -ῆς, ἡ grape cluster (n.)
στάχυς[1], -υος, ὁ ear (n.)
Στάχυς[2], -υος, ὁ Stachys (n.)
στέαρ, στέατος, τό [LXX] suet (n.)
στέγη, -ης, ἡ roof (n.)
* στέγω to bear (v.)
στεῖρα, -ας, ἡ barren one (n.)
στέλλω to withdraw/send (v.)
στέμμα, -ατος, τό garland (n.)
στεναγμός, -οῦ, ὁ groan (n.)
στενάζω to sigh/groan (v.)
στενός -ή -όν narrow (adj.)
στενοχωρέω to restrict (v.)
στενοχωρία, -ας, ἡ constriction (n.)
στερεός -ά -όν solid (adj.)
στερεόω to solidify (v.)
στερέωμα, -ατος, τό firmament (n.)
στερεώτερος -α -ον [LXX] more solid (adj.)
Στεφανᾶς, -ᾶ, ὁ Stephanas (n.) [Person]
στέφανος[1], -ου, ὁ wreath (n.)
Στέφανος[2], -ου, ὁ wreath (n.) [Person]
στεφανόω to crown (v.)
στῆθος, -ους, τό chest (n.)
στήκω (derivation of ἵστημι) to stand (v.)
στηλόω [LXX] to set up as a monument (v.)
στηριγμός, -οῦ, ὁ fixedness (n.)
στηρίζω to support (v.)
στιβάς v.l. στοιβ-, -άδος, ἡ layer (n.)
στίγμα, -ατος, τό stigma (n.)
στιγμή, -ῆς, ἡ instant (n.)
στίλβω to gleam (v.)
στιχίζω [LXX] to ??? (v.)
στοά, -ᾶς, ἡ colonnade (n.)
στοιβάζω [LXX] to ??? (v.)
στοιβάς, -άδος, ἡ (s. στιβ-) layer (n.)
Στοϊκός -ή -όν Stoic (adj.)
* στοιχεῖον, -ου, τό principle (n.)
στοιχέω to conform (v.)
στολή, -ῆς, ἡ robe (n.)
στολίζω [LXX] to ??? (v.)
στόμα, -ατος, τό mouth/maw (n.)
στόμαχος, -ου, ὁ stomach (n.)
στρατεία, -ας, ἡ strategy (n.)
στράτευμα, -ατος, τό soldier (n.)
στρατεύω to campaign/go into battle (v.)
στρατηγός, -οῦ, ὁ commander (n.)
στρατιά, -ᾶς, ἡ army (n.)
στρατιώτης, -ου, ὁ soldier (n.)
στρατοκῆρυξ, -υκος, ὁ [LXX] ??? (n.)
στρατολογέω to recruit (v.)
στρατοπεδάρχης, -ου, ὁ military commander (n.)
στρατόπεδον, -ου, τό military camp (n.)
στρεβλόω to twist (v.)
στρέφω to turn (v.)
στρηνιάω to live in luxury (v.)
στρῆνος, -ους, τό luxury (n.)
στρουθίον, -ου, τό sparrow (n.)
στροφή, -ῆς, ἡ [LXX] twist (n.)
στρόφιγξ, -γγος, ὁ [LXX] axle/pin (n.)
στρώννυμι (s. στρωννύω) to spread out (v.)
στρωννύω/στρώννυμι to spread out (v.)
* στυγητός -όν hated (adj.)
στυγνάζω to be gloomy (v.)
στῦλος, -ου, ὁ pillar (n.)

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 04:58:21 EDT

CATEGORIES

TEXTS

RESOURCES

ABOUT

The Kata Biblon Wiki Lexicon of the Greek New Testament is a publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint.

www.katabiblon.com

OPTIONS



KEYMAP

abgdezhqiklm
αβγδεζηθικλμ
nxoprstufcyw
νξοπρστυφχψω
)(/\=|+'v@#*
᾿ ͺ¨ϝϛʹ%
Wildcard: %