Σ ς
σπο-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
σπα- σπβ- σπγ- σπδ- σπε- σπζ- σπη- σπθ- σπι- σπκ- σπλ- σπμ- σπν- σπξ- σπο- σππ- σπρ- σπς- σπτ- σπυ- σπφ- σπχ- σπψ- σπω-
σποα- σποβ- σπογ- σποδ- σποε- σποζ- σποη- σποθ- σποι- σποκ- σπολ- σπομ- σπον- σποξ- σποο- σποπ- σπορ- σπος- σποτ- σπου- σποφ- σποχ- σποψ- σποω-
Annotated entries are asterisked.
σποδός, -οῦ, ἡ ashes (n.)
σπορά, -ᾶς, ἡ spore (n.)
σπόριμος -ον sown (adj.)
σπόρος, -ου, ὁ seed (n.)
σπουδάζω to endeavour (v.)
σπουδαῖος -α -ον diligent (adj.)
σπουδαιότερον more eagerly (adv.)
σπουδαιότερος -α -ον ??? (adj.)
σπουδαιοτέρως more eagerly (adv.)
σπουδαίως haste (adv.)
σπουδή, -ῆς, ἡ diligence/haste (n.)