Σ ς
σπα-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
σπα- σπβ- σπγ- σπδ- σπε- σπζ- σπη- σπθ- σπι- σπκ- σπλ- σπμ- σπν- σπξ- σπο- σππ- σπρ- σπς- σπτ- σπυ- σπφ- σπχ- σπψ- σπω-
σπαα- σπαβ- σπαγ- σπαδ- σπαε- σπαζ- σπαη- σπαθ- σπαι- σπακ- σπαλ- σπαμ- σπαν- σπαξ- σπαο- σπαπ- σπαρ- σπας- σπατ- σπαυ- σπαφ- σπαχ- σπαψ- σπαω-
Annotated entries are asterisked.
σπανίζω [LXX] to be/make-scarce (v.)
σπαράσσω to convulse (v.)
σπαργανόω to swaddle (v.)
Σπαρτιάτης, -ου, ὁ [LXX] Spartan (n.)
σπαρτίον, -ου, τό [LXX] small cord (n.)
σπαταλάω to live comfortably/extravagently (v.)
σπάω to draw (v.)