Σ ς
σκο-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
σκα- σκβ- σκγ- σκδ- σκε- σκζ- σκη- σκθ- σκι- σκκ- σκλ- σκμ- σκν- σκξ- σκο- σκπ- σκρ- σκς- σκτ- σκυ- σκφ- σκχ- σκψ- σκω-
σκοα- σκοβ- σκογ- σκοδ- σκοε- σκοζ- σκοη- σκοθ- σκοι- σκοκ- σκολ- σκομ- σκον- σκοξ- σκοο- σκοπ- σκορ- σκος- σκοτ- σκου- σκοφ- σκοχ- σκοψ- σκοω-
Annotated entries are asterisked.
σκόλοψ, -οπος, ὁ thorn (n.)
σκοπεύω [LXX] to examine (v.)
σκοπέω to contemplate/examine (v.)
σκοπός, -οῦ, ὁ watchman/goal (n.)
σκορπίζω to scatter (v.)
σκορπίος, -ου, ὁ scorpion (n.)
σκοτάζω [LXX] to grow dark (v.)
σκοτεινός -ή -όν dark (adj.)
σκοτία, -ας, ἡ darkness (n.)
σκοτίζω to darken (v.)
σκότος, -ους, τό darkness (n.)
σκοτόω to darken/stupefy (v.)