Σ ς
σκλ-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
σκα- σκβ- σκγ- σκδ- σκε- σκζ- σκη- σκθ- σκι- σκκ- σκλ- σκμ- σκν- σκξ- σκο- σκπ- σκρ- σκς- σκτ- σκυ- σκφ- σκχ- σκψ- σκω-
σκλα- σκλβ- σκλγ- σκλδ- σκλε- σκλζ- σκλη- σκλθ- σκλι- σκλκ- σκλλ- σκλμ- σκλν- σκλξ- σκλο- σκλπ- σκλρ- σκλς- σκλτ- σκλυ- σκλφ- σκλχ- σκλψ- σκλω-
Annotated entries are asterisked.
σκληρός -ά -όν hard (adj.)
σκληρότερος -α -ον [LXX] harder (adj.)
σκληρότης, -ητος, ἡ hardness (n.)
σκληροτράχηλος -ον stiff-necked (adj.)
σκληρύνω to harden (v.)