Σ ς
σκε-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
σκα- σκβ- σκγ- σκδ- σκε- σκζ- σκη- σκθ- σκι- σκκ- σκλ- σκμ- σκν- σκξ- σκο- σκπ- σκρ- σκς- σκτ- σκυ- σκφ- σκχ- σκψ- σκω-
σκεα- σκεβ- σκεγ- σκεδ- σκεε- σκεζ- σκεη- σκεθ- σκει- σκεκ- σκελ- σκεμ- σκεν- σκεξ- σκεο- σκεπ- σκερ- σκες- σκετ- σκευ- σκεφ- σκεχ- σκεψ- σκεω-
Annotated entries are asterisked.
σκεπάζω [LXX] to shelter (v.)
σκέπασις, -εως, ἡ [LXX] protection (n.)
σκέπασμα, -ατος, τό covering (n.)
σκεπαστής, -οῦ, ὁ [LXX] protector (n.)
σκέπη, -ῆς, ἡ [LXX] shelter (n.)
σκέπτομαι [LXX] to to look about look carefully followed by prep. εἰς (v.)
σκευάζω [LXX] to prepare (v.)
Σκευᾶς, -ᾶ, ὁ Sceva (n.) [Person]
σκευή, -ῆς, ἡ vessel (n.)
σκεῦος, -ους, τό vessel (n.)