Σ ς
σαρ-
σα- σβ- σγ- σδ- σε- σζ- ση- σθ- σι- σκ- σλ- σμ- σν- σξ- σο- σπ- σρ- σς- στ- συ- σφ- σχ- σψ- σω-
σαα- σαβ- σαγ- σαδ- σαε- σαζ- σαη- σαθ- σαι- σακ- σαλ- σαμ- σαν- σαξ- σαο- σαπ- σαρ- σας- σατ- σαυ- σαφ- σαχ- σαψ- σαω-
σαρα- σαρβ- σαργ- σαρδ- σαρε- σαρζ- σαρη- σαρθ- σαρι- σαρκ- σαρλ- σαρμ- σαρν- σαρξ- σαρο- σαρπ- σαρρ- σαρς- σαρτ- σαρυ- σαρφ- σαρχ- σαρψ- σαρω-
Annotated entries are asterisked.
Σάρδεις, -εων, αἱ Sardis (n.)
σάρδιον, -ου, τό sardonyx (n.)
σαρδόνυξ, -υκος, ὁ sardonyx (n.)
Σάρεπτα, -ων, τά Zarephath (n.) [Place]
σαρκικός -ή -όν carnal (adj.)
σάρκινος -η -ον carnal (adj.)
σάρξ, -αρκός, ἡ flesh (n.)
σαρόω to sweep (v.)
Σάρρα, -ας, ἡ Sarah (n.) [Person]
Σαρ(ρ)ων v.l. Ἀσσάρων, -ῶνος, ὁ Sharon [Place]