Θ θ
θυ-
θα- θβ- θγ- θδ- θε- θζ- θη- θθ- θι- θκ- θλ- θμ- θν- θξ- θο- θπ- θρ- θς- θτ- θυ- θφ- θχ- θψ- θω-
θυα- θυβ- θυγ- θυδ- θυε- θυζ- θυη- θυθ- θυι- θυκ- θυλ- θυμ- θυν- θυξ- θυο- θυπ- θυρ- θυς- θυτ- θυυ- θυφ- θυχ- θυψ- θυω-
Annotated entries are asterisked.
Θυάτειρα, -ων, τά
??? (n.) [Place]
θυγάτηρ, -τρός, ἡ daughter (n.)
θυγάτριον, -ου, τό little daughter (n.)
* θύελλα, -ης, ἡ tempest (n.)
θύϊνος -η -ον citron (adj.)
θυμίαμα, -ατος, τό incense (n.)
θυμιατήριον, -ου, τό incense alter (n.)
θυμιάω to burn incense (v.)
θυμομαχέω to ??? (v.)
θυμός, -οῦ, ὁ inclination/passion (n.)
θυμόω to anger (v.)
θύρα, -ας, ἡ door (n.)
θυρεός, -οῦ, ὁ stone (n.)
θυρίς, -ίδος, ἡ window (n.)
θυρωρός, -οῦ, ὁ doorkeeper (n.)
θυσία, -ας, ἡ sacrifice (n.)
θυσιαστήριον, -ου, τό altar (n.)
θύω to sacrifice (v.)
θυγάτηρ, -τρός, ἡ daughter (n.)
θυγάτριον, -ου, τό little daughter (n.)
* θύελλα, -ης, ἡ tempest (n.)
θύϊνος -η -ον citron (adj.)
θυμίαμα, -ατος, τό incense (n.)
θυμιατήριον, -ου, τό incense alter (n.)
θυμιάω to burn incense (v.)
θυμομαχέω to ??? (v.)
θυμός, -οῦ, ὁ inclination/passion (n.)
θυμόω to anger (v.)
θύρα, -ας, ἡ door (n.)
θυρεός, -οῦ, ὁ stone (n.)
θυρίς, -ίδος, ἡ window (n.)
θυρωρός, -οῦ, ὁ doorkeeper (n.)
θυσία, -ας, ἡ sacrifice (n.)
θυσιαστήριον, -ου, τό altar (n.)
θύω to sacrifice (v.)