Θ θ
θν-
θα- θβ- θγ- θδ- θε- θζ- θη- θθ- θι- θκ- θλ- θμ- θν- θξ- θο- θπ- θρ- θς- θτ- θυ- θφ- θχ- θψ- θω-
θνα- θνβ- θνγ- θνδ- θνε- θνζ- θνη- θνθ- θνι- θνκ- θνλ- θνμ- θνν- θνξ- θνο- θνπ- θνρ- θνς- θντ- θνυ- θνφ- θνχ- θνψ- θνω-
Annotated entries are asterisked.
θνησιμαῖον, -ου, τό [LXX]
carcass/dead body (n.)
θνησιμαῖος -α -ον [LXX] ??? (adj.)
θνῄσκω to be dead (v.)
θνητός -ή -όν mortal (adj.)
θνησιμαῖος -α -ον [LXX] ??? (adj.)
θνῄσκω to be dead (v.)
θνητός -ή -όν mortal (adj.)