Θ θ
θερ-
θα- θβ- θγ- θδ- θε- θζ- θη- θθ- θι- θκ- θλ- θμ- θν- θξ- θο- θπ- θρ- θς- θτ- θυ- θφ- θχ- θψ- θω-
θεα- θεβ- θεγ- θεδ- θεε- θεζ- θεη- θεθ- θει- θεκ- θελ- θεμ- θεν- θεξ- θεο- θεπ- θερ- θες- θετ- θευ- θεφ- θεχ- θεψ- θεω-
θερα- θερβ- θεργ- θερδ- θερε- θερζ- θερη- θερθ- θερι- θερκ- θερλ- θερμ- θερν- θερξ- θερο- θερπ- θερρ- θερς- θερτ- θερυ- θερφ- θερχ- θερψ- θερω-
Annotated entries are asterisked.
θεραπεύω to tend/treat/attend to (v.)
θεράπων, -οντος, ὁ attendant/servant (n.)
θερίζω to harvest (v.)
θερισμός, -οῦ, ὁ harvest (n.)
θεριστής, -οῦ, ὁ reaper (n.)
θερμαίνω to warm (v.)
θέρμη, -ης, ἡ heat (n.)
θέρος, -ους, τό summer (n.)