Θ θ
θεο-
θα- θβ- θγ- θδ- θε- θζ- θη- θθ- θι- θκ- θλ- θμ- θν- θξ- θο- θπ- θρ- θς- θτ- θυ- θφ- θχ- θψ- θω-
θεα- θεβ- θεγ- θεδ- θεε- θεζ- θεη- θεθ- θει- θεκ- θελ- θεμ- θεν- θεξ- θεο- θεπ- θερ- θες- θετ- θευ- θεφ- θεχ- θεψ- θεω-
θεοα- θεοβ- θεογ- θεοδ- θεοε- θεοζ- θεοη- θεοθ- θεοι- θεοκ- θεολ- θεομ- θεον- θεοξ- θεοο- θεοπ- θεορ- θεος- θεοτ- θεου- θεοφ- θεοχ- θεοψ- θεοω-
Annotated entries are asterisked.
θεομαχέω to fight God (v.)
θεομάχος -ον God-fighter (adj.)
θεόπνευστος -ον God breathed (adj.)
θεός, -οῦ, ὁ god (n.)
θεοσέβεια, -ας, ἡ piety (n.)
θεοσεβής -ές pious (adj.)
θεοστυγής -ές God-hating (adj.)
* θεότης, -ητος, ἡ god-ness (n.)
Θεόφιλος, -ου, ὁ Theophilus (n.) [Person]