Π π
πω-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
πωα- πωβ- πωγ- πωδ- πωε- πωζ- πωη- πωθ- πωι- πωκ- πωλ- πωμ- πων- πωξ- πωο- πωπ- πωρ- πως- πωτ- πωυ- πωφ- πωχ- πωψ- πωω-
Annotated entries are asterisked.
πωλέω
to sell (v.)
πῶλος, -ου, ὁ colt (n.)
πώποτε ever yet (adv.)
πωρόω to harden (v.)
πώρωσις, -εως, ἡ callousness (n.)
πῶς[1] how
πώς[2] somehow
πῶλος, -ου, ὁ colt (n.)
πώποτε ever yet (adv.)
πωρόω to harden (v.)
πώρωσις, -εως, ἡ callousness (n.)
πῶς[1] how
πώς[2] somehow