Π π
πτε-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
πτα- πτβ- πτγ- πτδ- πτε- πτζ- πτη- πτθ- πτι- πτκ- πτλ- πτμ- πτν- πτξ- πτο- πτπ- πτρ- πτς- πττ- πτυ- πτφ- πτχ- πτψ- πτω-
πτεα- πτεβ- πτεγ- πτεδ- πτεε- πτεζ- πτεη- πτεθ- πτει- πτεκ- πτελ- πτεμ- πτεν- πτεξ- πτεο- πτεπ- πτερ- πτες- πτετ- πτευ- πτεφ- πτεχ- πτεψ- πτεω-
Annotated entries are asterisked.
πτερνίζω [LXX] to rob/supplant/grab (v.)
πτερύγιον, -ου, τό wing-like protuberance (n.)
πτέρυξ, -υγος, ἡ wing (n.)
πτερωτός -ή -όν [LXX] winged (adj.)