Π π
πρα-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
πρα- πρβ- πργ- πρδ- πρε- πρζ- πρη- πρθ- πρι- πρκ- πρλ- πρμ- πρν- πρξ- προ- πρπ- πρρ- πρς- πρτ- πρυ- πρφ- πρχ- πρψ- πρω-
πραα- πραβ- πραγ- πραδ- πραε- πραζ- πραη- πραθ- πραι- πρακ- πραλ- πραμ- πραν- πραξ- πραο- πραπ- πραρ- πρας- πρατ- πραυ- πραφ- πραχ- πραψ- πραω-
Annotated entries are asterisked.
πραγματεία, -ας, ἡ practical matter (n.)
πραγματεύομαι to do business (v.)
πραιτώριον, -ου, τό praetorium (n.)
πράκτωρ, -ορος, ὁ punisher (n.)
πρᾶξις, -εως, ἡ doing (n.)
* πρᾶος v.l. πρᾷος -ον (s. πραΰς) meek/tame (adj.)
πραότης v.l. πρᾳότης, -ητος, ἡ (s. πραΰτης) gentleness (n.)
πρασιά, -ᾶς, ἡ group by group (n.)
πράσσω/πράττω to do (v.)
πράττω (s. πράσσω) to do (v.)
πραϋπαθία, -ας, ἡ gentleness (n.)
* πραΰς v.l. πρᾳΰς πραεῖα πραΰ, gen. sg. πραέος and πραέως, and πρᾶος v.l. πρᾷος -ον meek/tame (adj.)
πραΰτης v.l. πρᾳΰτης and πραότης v.l. πρᾳότης, -ητος, ἡ gentleness (n.)