Π π
πον-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
ποα- ποβ- πογ- ποδ- ποε- ποζ- ποη- ποθ- ποι- ποκ- πολ- πομ- πον- ποξ- ποο- ποπ- πορ- πος- ποτ- που- ποφ- ποχ- ποψ- ποω-
πονα- πονβ- πονγ- πονδ- πονε- πονζ- πονη- πονθ- πονι- πονκ- πονλ- πονμ- πονν- πονξ- πονο- πονπ- πονρ- πονς- ποντ- πονυ- πονφ- πονχ- πονψ- πονω-
Annotated entries are asterisked.
πονηρία, -ας, ἡ cunning (n.)
πονηρός -ά -όν evil, wicked (adj.)
πονηρότατος -η -ον [LXX] most wicked (adj.)
πονηρότερος -α -ον more artful (adj.)
πόνος, -ου, ὁ pain (n.)
Ποντικός -ή -όν from Pontus (adj.)
Πόντιος, -ου, ὁ Pontius (n.)
Πόντος, -ου, ὁ Pontus (n.) [Place]