Π π
πολ-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
ποα- ποβ- πογ- ποδ- ποε- ποζ- ποη- ποθ- ποι- ποκ- πολ- πομ- πον- ποξ- ποο- ποπ- πορ- πος- ποτ- που- ποφ- ποχ- ποψ- ποω-
πολα- πολβ- πολγ- πολδ- πολε- πολζ- πολη- πολθ- πολι- πολκ- πολλ- πολμ- πολν- πολξ- πολο- πολπ- πολρ- πολς- πολτ- πολυ- πολφ- πολχ- πολψ- πολω-
Annotated entries are asterisked.
πόλεμος, -ου, ὁ war (n.)
πολεμόω [LXX] to provoke to war against (v.)
πόλις, -εως, ἡ city (n.)
πόλισ-ασεδεκ, ἡ [LXX] City of Asedec (n.)
πολιτάρχης, -ου, ὁ magistrate (n.)
πολιτεία, -ας, ἡ polity (n.)
πολίτευμα, -ατος, τό citizenship (n.)
πολιτεύομαι to conduct life live (v.)
πολίτης, -ου, ὁ citizen (n.)
πολλάκις many times (adj.)
πολλαπλάσιος -α -ον (s. πολυ-) [LXX] manifold (adj.)
πολλαπλασίων -ον manifold (adj.)
πολυλογία, -ας, ἡ wordiness (n.)
πολυμερῶς Fragmentarily (adv.)
πολυπλασιάζω [LXX] to ??? (v.)
πολυπλάσιος -α -ον [LXX] manifold (adj.)
πολυπληθέω [LXX] to abound with many (v.)
πολύπλοκος -ον [LXX] ??? (adj.)
πολυποίκιλος -ον manifold (adj.)
* πολύς πολλή πολύ much (adj.)
πολύσπλαγχνος -ον much-feeling (adj.)
πολυτελής -ές expensive (adj.)
πολύτιμος -ον very precious (adj.)
πολυτιμότερος -α -ον highly-priced (adj.)
πολυτρόπως variously (adv.)