Π π
πλο-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
πλα- πλβ- πλγ- πλδ- πλε- πλζ- πλη- πλθ- πλι- πλκ- πλλ- πλμ- πλν- πλξ- πλο- πλπ- πλρ- πλς- πλτ- πλυ- πλφ- πλχ- πλψ- πλω-
πλοα- πλοβ- πλογ- πλοδ- πλοε- πλοζ- πλοη- πλοθ- πλοι- πλοκ- πλολ- πλομ- πλον- πλοξ- πλοο- πλοπ- πλορ- πλος- πλοτ- πλου- πλοφ- πλοχ- πλοψ- πλοω-
Annotated entries are asterisked.
πλοῖον, -ου, τό ship (n.)
πλοῦς, πλοός, ὁ voyage (n.)
πλούσιος -ία -ον abundant (adj.)
πλουσίως abundant, wealthy (adv.)
πλουσιώτερος -α -ον [LXX] ??? (adj.)
πλουτέω to enrich (v.)
πλουτίζω to make abundant (v.)
πλοῦτος, -ου, ὁ and -ους, τό wealth/abundance (n.)