Π π
πις-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
πια- πιβ- πιγ- πιδ- πιε- πιζ- πιη- πιθ- πιι- πικ- πιλ- πιμ- πιν- πιξ- πιο- πιπ- πιρ- πις- πιτ- πιυ- πιφ- πιχ- πιψ- πιω-
πισα- πισβ- πισγ- πισδ- πισε- πισζ- πιση- πισθ- πισι- πισκ- πισλ- πισμ- πισν- πισξ- πισο- πισπ- πισρ- πισς- πιστ- πισυ- πισφ- πισχ- πισψ- πισω-
Annotated entries are asterisked.
πιστεύω to believe (v.)
πιστικός -ή -όν genuine (adj.)
* πίστις, -εως, ἡ faith/faithfulness (n.)
πιστός -ή -όν faithful (adj.)
πιστότερος -α -ον [LXX] more believing (adj.)
πιστόω to act-with-faith/assurance (v.)