Π π
πετ-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
πεα- πεβ- πεγ- πεδ- πεε- πεζ- πεη- πεθ- πει- πεκ- πελ- πεμ- πεν- πεξ- πεο- πεπ- περ- πες- πετ- πευ- πεφ- πεχ- πεψ- πεω-
πετα- πετβ- πετγ- πετδ- πετε- πετζ- πετη- πετθ- πετι- πετκ- πετλ- πετμ- πετν- πετξ- πετο- πετπ- πετρ- πετς- πεττ- πετυ- πετφ- πετχ- πετψ- πετω-
Annotated entries are asterisked.
πετάννυμι [LXX] to spread (v.)
πέταομαι (s. πέτομαι) to fly (v.)
πετεινόν, -οῦ, τό flying creature (n.)
πετεινός -ή -όν [LXX] flying (adj.)
πέτομαι/πέταμαι to fly (v.)
πέτρα, -ας, ἡ rock (n.)
Πέτρος, -ου, ὁ Peter (n.) [Person]
πετρώδης -ες rock-like (adj.)