Π π
πει-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
πεα- πεβ- πεγ- πεδ- πεε- πεζ- πεη- πεθ- πει- πεκ- πελ- πεμ- πεν- πεξ- πεο- πεπ- περ- πες- πετ- πευ- πεφ- πεχ- πεψ- πεω-
πεια- πειβ- πειγ- πειδ- πειε- πειζ- πειη- πειθ- πειι- πεικ- πειλ- πειμ- πειν- πειξ- πειο- πειπ- πειρ- πεις- πειτ- πειυ- πειφ- πειχ- πειψ- πειω-
Annotated entries are asterisked.
πειθός -ή -όν persuasive (adj.)
πείθω to persuade/influence/convince (v.)
πεινάω to hunger (v.)
πεῖρα, -ας, ἡ trial/experience/ordeal (n.)
πειράζω to try (v.)
πειρασμός, -οῦ, ὁ test (n.)
πειράω to try/attempt (v.)
πεισμονή, -ῆς, ἡ persuasiveness (n.)