Π π
πατ-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
παα- παβ- παγ- παδ- παε- παζ- παη- παθ- παι- πακ- παλ- παμ- παν- παξ- παο- παπ- παρ- πας- πατ- παυ- παφ- παχ- παψ- παω-
πατα- πατβ- πατγ- πατδ- πατε- πατζ- πατη- πατθ- πατι- πατκ- πατλ- πατμ- πατν- πατξ- πατο- πατπ- πατρ- πατς- παττ- πατυ- πατφ- πατχ- πατψ- πατω-
Annotated entries are asterisked.
πατάσσω to smite (v.)
πατέω to stomp/walk (v.)
πατήρ, -τρός, ὁ father (n.)
* Πάτμος, -ου, ὁ Patmos (n.)
πατριά, -ᾶς, ἡ patrilineage (n.)
πατριάρχης, -ου, ὁ patriarch (n.)
πατρικός -ή -όν paternal (adj.)
πατρίς, -ίδος, ἡ fatherland (n.)
Πατροβᾶς, -ᾶ, ὁ Patrobos (n.) [Person]
πατρολῴας, -ου, ὁ father-beater (n.)
πατροπαράδοτος -ον inherited (adj.)
πατρῷος -α -ον paternal (adj.)