Π π
παι-
πα- πβ- πγ- πδ- πε- πζ- πη- πθ- πι- πκ- πλ- πμ- πν- πξ- πο- ππ- πρ- πς- πτ- πυ- πφ- πχ- πψ- πω-
παα- παβ- παγ- παδ- παε- παζ- παη- παθ- παι- πακ- παλ- παμ- παν- παξ- παο- παπ- παρ- πας- πατ- παυ- παφ- παχ- παψ- παω-
παια- παιβ- παιγ- παιδ- παιε- παιζ- παιη- παιθ- παιι- παικ- παιλ- παιμ- παιν- παιξ- παιο- παιπ- παιρ- παις- παιτ- παιυ- παιφ- παιχ- παιψ- παιω-
Annotated entries are asterisked.
παιδάριον, -ου, τό young-child/trainee (n.)
παιδεία, -ας, ἡ chastisement (n.)
παιδευτής, -οῦ, ὁ corrector (n.)
παιδεύω to chasten/correct/train (v.)
παιδιόθεν from childhood (adv.)
παιδίον, -ου, τό child (n.)
παιδίσκη, -ης, ἡ slave girl (n.)
παίζω to play (v.)
* παῖς, -αιδός, ὁ and ἡ child/servant (n.)
παίω to strike (v.)