Ο ο
ολο-
οα- οβ- ογ- οδ- οε- οζ- οη- οθ- οι- οκ- ολ- ομ- ον- οξ- οο- οπ- ορ- ος- οτ- ου- οφ- οχ- οψ- οω-
ολα- ολβ- ολγ- ολδ- ολε- ολζ- ολη- ολθ- ολι- ολκ- ολλ- ολμ- ολν- ολξ- ολο- ολπ- ολρ- ολς- ολτ- ολυ- ολφ- ολχ- ολψ- ολω-
ολοα- ολοβ- ολογ- ολοδ- ολοε- ολοζ- ολοη- ολοθ- ολοι- ολοκ- ολολ- ολομ- ολον- ολοξ- ολοο- ολοπ- ολορ- ολος- ολοτ- ολου- ολοφ- ολοχ- ολοψ- ολοω-
Annotated entries are asterisked.
ὀλοθρεύω to destroy (v.)
ὁλοκαύτωμα, -ατος, τό whole-burnt offering (n.)
ὁλοκληρία, -ας, ἡ whole-lotted-ness (n.)
ὁλόκληρος -ον divine-allotted whole (adj.)
ὀλολύζω to ululate (v.)
ὅλος -η -ον whole (adj.)
ὁλοτελής -ές complete (adj.)