Ο ο
οφ-
οα- οβ- ογ- οδ- οε- οζ- οη- οθ- οι- οκ- ολ- ομ- ον- οξ- οο- οπ- ορ- ος- οτ- ου- οφ- οχ- οψ- οω-
οφα- οφβ- οφγ- οφδ- οφε- οφζ- οφη- οφθ- οφι- οφκ- οφλ- οφμ- οφν- οφξ- οφο- οφπ- οφρ- οφς- οφτ- οφυ- οφφ- οφχ- οφψ- οφω-
Annotated entries are asterisked.
ὀφειλέτης, -ου, ὁ
debtor (n.)
ὀφειλή, -ῆς, ἡ obligation (n.)
ὀφείλημα, -ατος, τό debt (n.)
ὀφείλω to owe (v.)
ὄφελον would that
ὄφελος, -ους, τό benefit (n.)
ὀφθαλμοδουλεία, -ας, ἡ (s. -λία) eye-service (n.)
ὀφθαλμοδουλία v.l. -λεία, -ας, ἡ eye-service (n.)
ὀφθαλμός, -οῦ, ὁ eye (n.)
ὀφθείς, ὀφθήσομαι (s. ὁράω) to see/behold (v.)
ὄφις, -εως, ἡ serpent (n.)
ὀφρῦς, -ύος, ἡ brow (n.)
ὀφειλή, -ῆς, ἡ obligation (n.)
ὀφείλημα, -ατος, τό debt (n.)
ὀφείλω to owe (v.)
ὄφελον would that
ὄφελος, -ους, τό benefit (n.)
ὀφθαλμοδουλεία, -ας, ἡ (s. -λία) eye-service (n.)
ὀφθαλμοδουλία v.l. -λεία, -ας, ἡ eye-service (n.)
ὀφθαλμός, -οῦ, ὁ eye (n.)
ὀφθείς, ὀφθήσομαι (s. ὁράω) to see/behold (v.)
ὄφις, -εως, ἡ serpent (n.)
ὀφρῦς, -ύος, ἡ brow (n.)