Ν ν
νυ-
να- νβ- νγ- νδ- νε- νζ- νη- νθ- νι- νκ- νλ- νμ- νν- νξ- νο- νπ- νρ- νς- ντ- νυ- νφ- νχ- νψ- νω-
νυα- νυβ- νυγ- νυδ- νυε- νυζ- νυη- νυθ- νυι- νυκ- νυλ- νυμ- νυν- νυξ- νυο- νυπ- νυρ- νυς- νυτ- νυυ- νυφ- νυχ- νυψ- νυω-
Annotated entries are asterisked.
νυκτερινός -ή -όν [LXX]
of the night (adj.)
νυκτερίς, -ίδος, ἡ [LXX] bat (n.)
νυκτικόραξ, -ακος, ὁ [LXX] owl (n.)
νύκτωρ [LXX] by night (conj.)
Νύμφα, -ας, ἡ Nympha (n.) [Place]
Νυμφᾶς, -ᾶ, ὁ Nymphas (n.) [Place]
νύμφη, -ης, ἡ bride/daughter-in-law (n.)
νυμφίος, -ου, ὁ groom (n.)
νυμφών, -ῶνος, ὁ bridechamber (n.)
νῦν now (adv.)
νυνί right-now (adv.)
νύξ, -υκτός, ἡ night (n.)
νύσσω to poke (v.)
νυστάζω to doze (v.)
νυχθήμερον, -ου, τό a day and a night (n.)
νυκτερίς, -ίδος, ἡ [LXX] bat (n.)
νυκτικόραξ, -ακος, ὁ [LXX] owl (n.)
νύκτωρ [LXX] by night (conj.)
Νύμφα, -ας, ἡ Nympha (n.) [Place]
Νυμφᾶς, -ᾶ, ὁ Nymphas (n.) [Place]
νύμφη, -ης, ἡ bride/daughter-in-law (n.)
νυμφίος, -ου, ὁ groom (n.)
νυμφών, -ῶνος, ὁ bridechamber (n.)
νῦν now (adv.)
νυνί right-now (adv.)
νύξ, -υκτός, ἡ night (n.)
νύσσω to poke (v.)
νυστάζω to doze (v.)
νυχθήμερον, -ου, τό a day and a night (n.)