Ν ν
νος-
να- νβ- νγ- νδ- νε- νζ- νη- νθ- νι- νκ- νλ- νμ- νν- νξ- νο- νπ- νρ- νς- ντ- νυ- νφ- νχ- νψ- νω-
νοα- νοβ- νογ- νοδ- νοε- νοζ- νοη- νοθ- νοι- νοκ- νολ- νομ- νον- νοξ- νοο- νοπ- νορ- νος- νοτ- νου- νοφ- νοχ- νοψ- νοω-
νοσα- νοσβ- νοσγ- νοσδ- νοσε- νοσζ- νοση- νοσθ- νοσι- νοσκ- νοσλ- νοσμ- νοσν- νοσξ- νοσο- νοσπ- νοσρ- νοσς- νοστ- νοσυ- νοσφ- νοσχ- νοσψ- νοσω-
Annotated entries are asterisked.
νόσημα, -ατος, τό disease (n.)
νόσος, -ου, ἡ disease (n.)
νοσσιά/νεοσσιά, -ᾶς, ἡ nest (n.)
νοσσίον, -ου, τό nestling (n.)
νοσσός v.l. νεοσ-, -οῦ, ὁ chick (n.)
νοσφίζω to skim/deprive (v.)