Ν ν
νο-
να- νβ- νγ- νδ- νε- νζ- νη- νθ- νι- νκ- νλ- νμ- νν- νξ- νο- νπ- νρ- νς- ντ- νυ- νφ- νχ- νψ- νω-
νοα- νοβ- νογ- νοδ- νοε- νοζ- νοη- νοθ- νοι- νοκ- νολ- νομ- νον- νοξ- νοο- νοπ- νορ- νος- νοτ- νου- νοφ- νοχ- νοψ- νοω-
Annotated entries are asterisked.
νοέω
to perceive (v.)
νόημα, -ατος, τό understanding (n.)
νόθος -η -ον illegitimate (adj.)
νομή, -ῆς, ἡ pasturage (n.)
νομίζω to think suppose (v.)
νομικός -ή -όν legalistic (adj.)
νομίμως lawfully (adv.)
νόμισμα, -ατος, τό coin (n.)
νομοδιδάσκαλος, -ου, ὁ teacher of the law (n.)
νομοθεσία, -ας, ἡ legislation (n.)
νομοθετέω to legislate (v.)
νομοθέτης, -ου, ὁ legislator (n.)
νόμος, -ου, ὁ custom/law (n.)
νομοφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] guardian of the laws (n.)
Νοομ [LXX] Naam (n.)
νοσέω to be diseased/sick (v.)
νόσημα, -ατος, τό disease (n.)
νόσος, -ου, ἡ disease (n.)
νοσσιά/νεοσσιά, -ᾶς, ἡ nest (n.)
νοσσίον, -ου, τό nestling (n.)
νοσσός v.l. νεοσ-, -οῦ, ὁ chick (n.)
νοσφίζω to skim/deprive (v.)
νότος, -ου, ὁ south (n.)
νουθεσία, -ας, ἡ admonition (n.)
νουθετέω to admonish (v.)
νουμηνία, -ας, ἡ (s. νεο-) new moon (n.)
νουν [LXX] nun (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
νουνεχῶς sensibly (adv.)
νοῦς, νοός, νοΐ, νοῦν, ὁ mind (n.)
νόημα, -ατος, τό understanding (n.)
νόθος -η -ον illegitimate (adj.)
νομή, -ῆς, ἡ pasturage (n.)
νομίζω to think suppose (v.)
νομικός -ή -όν legalistic (adj.)
νομίμως lawfully (adv.)
νόμισμα, -ατος, τό coin (n.)
νομοδιδάσκαλος, -ου, ὁ teacher of the law (n.)
νομοθεσία, -ας, ἡ legislation (n.)
νομοθετέω to legislate (v.)
νομοθέτης, -ου, ὁ legislator (n.)
νόμος, -ου, ὁ custom/law (n.)
νομοφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] guardian of the laws (n.)
Νοομ [LXX] Naam (n.)
νοσέω to be diseased/sick (v.)
νόσημα, -ατος, τό disease (n.)
νόσος, -ου, ἡ disease (n.)
νοσσιά/νεοσσιά, -ᾶς, ἡ nest (n.)
νοσσίον, -ου, τό nestling (n.)
νοσσός v.l. νεοσ-, -οῦ, ὁ chick (n.)
νοσφίζω to skim/deprive (v.)
νότος, -ου, ὁ south (n.)
νουθεσία, -ας, ἡ admonition (n.)
νουθετέω to admonish (v.)
νουμηνία, -ας, ἡ (s. νεο-) new moon (n.)
νουν [LXX] nun (Heb.) [Hebrew-Aramaic]
νουνεχῶς sensibly (adv.)
νοῦς, νοός, νοΐ, νοῦν, ὁ mind (n.)