Ν ν
νι-
να- νβ- νγ- νδ- νε- νζ- νη- νθ- νι- νκ- νλ- νμ- νν- νξ- νο- νπ- νρ- νς- ντ- νυ- νφ- νχ- νψ- νω-
νια- νιβ- νιγ- νιδ- νιε- νιζ- νιη- νιθ- νιι- νικ- νιλ- νιμ- νιν- νιξ- νιο- νιπ- νιρ- νις- νιτ- νιυ- νιφ- νιχ- νιψ- νιω-
Annotated entries are asterisked.
Νίγερ, ὁ
Niger (n.) [Person]
Νικάνωρ, -ορος, ὁ Nicanor (n.) [Person]
νικάω to victor over (v.)
νίκη, -ης, ἡ victory (n.)
Νικόδημος, -ου, ὁ Nicodemus (n.)
Νικολαΐτης, -ου, ὁ Nicolaitan (n.)
Νικόλαος, -ου, ὁ Nicolaus (n.) [Person]
Νικόπολις, -εως, ἡ Nicopolis (n.)
νῖκος, -ους, τό victory (n.)
Νινευή, ἡ (s. -νευΐ) [LXX] Nineveh (n.) [Place]
Νινευΐ and -νευή [LXX], ἡ Nineveh (n.) [Place]
Νινευίτης, -ου, ὁ Ninevite (n.)
νιπτήρ, -ῆρος, ὁ wash basin (n.)
νίπτω to wash (v.)
Νικάνωρ, -ορος, ὁ Nicanor (n.) [Person]
νικάω to victor over (v.)
νίκη, -ης, ἡ victory (n.)
Νικόδημος, -ου, ὁ Nicodemus (n.)
Νικολαΐτης, -ου, ὁ Nicolaitan (n.)
Νικόλαος, -ου, ὁ Nicolaus (n.) [Person]
Νικόπολις, -εως, ἡ Nicopolis (n.)
νῖκος, -ους, τό victory (n.)
Νινευή, ἡ (s. -νευΐ) [LXX] Nineveh (n.) [Place]
Νινευΐ and -νευή [LXX], ἡ Nineveh (n.) [Place]
Νινευίτης, -ου, ὁ Ninevite (n.)
νιπτήρ, -ῆρος, ὁ wash basin (n.)
νίπτω to wash (v.)