Ν ν
νη-
να- νβ- νγ- νδ- νε- νζ- νη- νθ- νι- νκ- νλ- νμ- νν- νξ- νο- νπ- νρ- νς- ντ- νυ- νφ- νχ- νψ- νω-
νηα- νηβ- νηγ- νηδ- νηε- νηζ- νηη- νηθ- νηι- νηκ- νηλ- νημ- νην- νηξ- νηο- νηπ- νηρ- νης- νητ- νηυ- νηφ- νηχ- νηψ- νηω-
Annotated entries are asterisked.
νή
yes, indeed
νήθω to spin (v.)
νηπιάζω to “child-ize” (v.)
νήπιος -ία -ον infant (adj.)
Νηρεύς, -έως, ὁ Nereus (n.) [Person]
Νηρί, ὁ Neri (n.) [Person]
νησίον, -ου, τό little island (n.)
νῆσος, -ου, ἡ island (n.)
νηστεία, -ας, ἡ fast (n.)
νηστεύω to fast (v.)
νῆστις -ιος and νῆστις -ιδος hungry (adj.)
νηφαλέος -α -ον (s. -φάλιος) sober/levelheaded (adj.)
νηφάλιος -ία -ον v.l. -φαλέος -α -ον sober/levelheaded (adj.)
νήφω to be sober (v.)
νήθω to spin (v.)
νηπιάζω to “child-ize” (v.)
νήπιος -ία -ον infant (adj.)
Νηρεύς, -έως, ὁ Nereus (n.) [Person]
Νηρί, ὁ Neri (n.) [Person]
νησίον, -ου, τό little island (n.)
νῆσος, -ου, ἡ island (n.)
νηστεία, -ας, ἡ fast (n.)
νηστεύω to fast (v.)
νῆστις -ιος and νῆστις -ιδος hungry (adj.)
νηφαλέος -α -ον (s. -φάλιος) sober/levelheaded (adj.)
νηφάλιος -ία -ον v.l. -φαλέος -α -ον sober/levelheaded (adj.)
νήφω to be sober (v.)