Ν ν
νεο-
να- νβ- νγ- νδ- νε- νζ- νη- νθ- νι- νκ- νλ- νμ- νν- νξ- νο- νπ- νρ- νς- ντ- νυ- νφ- νχ- νψ- νω-
νεα- νεβ- νεγ- νεδ- νεε- νεζ- νεη- νεθ- νει- νεκ- νελ- νεμ- νεν- νεξ- νεο- νεπ- νερ- νες- νετ- νευ- νεφ- νεχ- νεψ- νεω-
νεοα- νεοβ- νεογ- νεοδ- νεοε- νεοζ- νεοη- νεοθ- νεοι- νεοκ- νεολ- νεομ- νεον- νεοξ- νεοο- νεοπ- νεορ- νεος- νεοτ- νεου- νεοφ- νεοχ- νεοψ- νεοω-
Annotated entries are asterisked.
νέος -α -ον new/young (adj.)
νεοσσιά, -ᾶς, ἡ (s. νοσσιά) nest (n.)
νεοσσός, -οῦ, ὁ (s. νοσ-) chick (n.)
νεότης, -ητος, ἡ youth (n.)
νεόφυτος -ον πεσὼν (adj.)