Μ μ
μω-
μα- μβ- μγ- μδ- με- μζ- μη- μθ- μι- μκ- μλ- μμ- μν- μξ- μο- μπ- μρ- μς- μτ- μυ- μφ- μχ- μψ- μω-
μωα- μωβ- μωγ- μωδ- μωε- μωζ- μωη- μωθ- μωι- μωκ- μωλ- μωμ- μων- μωξ- μωο- μωπ- μωρ- μως- μωτ- μωυ- μωφ- μωχ- μωψ- μωω-
Annotated entries are asterisked.
μώλωψ, -ωπος, ὁ
welt (n.)
μωμάομαι to fault (v.)
μῶμος, -ου, ὁ blemish (n.)
μωραίνω to make stupid (v.)
μωρία, -ας, ἡ foolishness (n.)
μωρολογία, -ας, ἡ moronic talk (n.)
μωρός -ά -όν moronic (adj.)
Μωσεύς, -έως, ὁ (s. Μωϋσῆς) Moses (n.) [Person]
Μωσῆς, -ῆ, ὁ (s. Μωϋσῆς) Moses (n.) [Person]
Μωϋσεύς, -έως, ὁ (s. Μωϋσῆς) Moses (n.) [Person]
Μωϋσῆς v.l. Μωσῆς, -ῆ, ὁ and Μωϋσεύς v.l. Μωσεύς, -έως, ὁ Moses (n.) [Person]
μωμάομαι to fault (v.)
μῶμος, -ου, ὁ blemish (n.)
μωραίνω to make stupid (v.)
μωρία, -ας, ἡ foolishness (n.)
μωρολογία, -ας, ἡ moronic talk (n.)
μωρός -ά -όν moronic (adj.)
Μωσεύς, -έως, ὁ (s. Μωϋσῆς) Moses (n.) [Person]
Μωσῆς, -ῆ, ὁ (s. Μωϋσῆς) Moses (n.) [Person]
Μωϋσεύς, -έως, ὁ (s. Μωϋσῆς) Moses (n.) [Person]
Μωϋσῆς v.l. Μωσῆς, -ῆ, ὁ and Μωϋσεύς v.l. Μωσεύς, -έως, ὁ Moses (n.) [Person]