Μ μ
μυρ-
μα- μβ- μγ- μδ- με- μζ- μη- μθ- μι- μκ- μλ- μμ- μν- μξ- μο- μπ- μρ- μς- μτ- μυ- μφ- μχ- μψ- μω-
μυα- μυβ- μυγ- μυδ- μυε- μυζ- μυη- μυθ- μυι- μυκ- μυλ- μυμ- μυν- μυξ- μυο- μυπ- μυρ- μυς- μυτ- μυυ- μυφ- μυχ- μυψ- μυω-
μυρα- μυρβ- μυργ- μυρδ- μυρε- μυρζ- μυρη- μυρθ- μυρι- μυρκ- μυρλ- μυρμ- μυρν- μυρξ- μυρο- μυρπ- μυρρ- μυρς- μυρτ- μυρυ- μυρφ- μυρχ- μυρψ- μυρω-
Annotated entries are asterisked.
μυριάς, -άδος, ἡ myriad (n.)
μυρίζω to rub with ointment (v.)
* μύριοι -αι -α ten thousand/innumerable (adj.)
μυριοπλάσιος -α -ον [LXX] ten-thousandfold (adj.)
μυριοπλασίως [LXX] ten-thousandfold-ly (adv.)
μύρμηξ, -ακος, ὁ [LXX] ant (n.)
μύρον, -ου, τό ointment (n.)