Μ μ
μυ-
μα- μβ- μγ- μδ- με- μζ- μη- μθ- μι- μκ- μλ- μμ- μν- μξ- μο- μπ- μρ- μς- μτ- μυ- μφ- μχ- μψ- μω-
μυα- μυβ- μυγ- μυδ- μυε- μυζ- μυη- μυθ- μυι- μυκ- μυλ- μυμ- μυν- μυξ- μυο- μυπ- μυρ- μυς- μυτ- μυυ- μυφ- μυχ- μυψ- μυω-
Annotated entries are asterisked.
μυγαλῆ, -ῆς, ἡ [LXX]
shrewmouse/field-mouse (n.)
μυελός, -οῦ, ὁ marrow (n.)
μυέω to initiate (v.)
μῦθος, -ου, ὁ myth (n.)
μυκάομαι to roar (v.)
μυκτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] nostril (n.)
μυκτηρίζω to mock (v.)
μυλικός -ή -όν of a mill (adj.)
μύλινος -η -ον ??? (adj.)
μύλος, -ου, ὁ v.l. μυλών, -ῶνος, ὁ mill (n.)
μυλών, -ῶνος, ὁ (s. μύλος) mill (n.)
μυξωτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] nostril (n.)
Μύρα, -ων, τά Myra (n.) [Place]
μυριάς, -άδος, ἡ myriad (n.)
μυρίζω to rub with ointment (v.)
* μύριοι -αι -α ten thousand/innumerable (adj.)
μυριοπλάσιος -α -ον [LXX] ten-thousandfold (adj.)
μυριοπλασίως [LXX] ten-thousandfold-ly (adv.)
μύρμηξ, -ακος, ὁ [LXX] ant (n.)
μύρον, -ου, τό ointment (n.)
μῦς, -υός, ὁ [LXX] mouse/rat (n.)
Μυσία, -ας, ἡ Mysia (n.) [Place]
μύσταξ, -ακος, ὁ [LXX] ??? (n.)
μυστήριον, -ου, τὁ mystery/ secret (n.)
μυωπάζω to short-sighted (v.)
μυελός, -οῦ, ὁ marrow (n.)
μυέω to initiate (v.)
μῦθος, -ου, ὁ myth (n.)
μυκάομαι to roar (v.)
μυκτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] nostril (n.)
μυκτηρίζω to mock (v.)
μυλικός -ή -όν of a mill (adj.)
μύλινος -η -ον ??? (adj.)
μύλος, -ου, ὁ v.l. μυλών, -ῶνος, ὁ mill (n.)
μυλών, -ῶνος, ὁ (s. μύλος) mill (n.)
μυξωτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX] nostril (n.)
Μύρα, -ων, τά Myra (n.) [Place]
μυριάς, -άδος, ἡ myriad (n.)
μυρίζω to rub with ointment (v.)
* μύριοι -αι -α ten thousand/innumerable (adj.)
μυριοπλάσιος -α -ον [LXX] ten-thousandfold (adj.)
μυριοπλασίως [LXX] ten-thousandfold-ly (adv.)
μύρμηξ, -ακος, ὁ [LXX] ant (n.)
μύρον, -ου, τό ointment (n.)
μῦς, -υός, ὁ [LXX] mouse/rat (n.)
Μυσία, -ας, ἡ Mysia (n.) [Place]
μύσταξ, -ακος, ὁ [LXX] ??? (n.)
μυστήριον, -ου, τὁ mystery/ secret (n.)
μυωπάζω to short-sighted (v.)