Μ μ
μια-
μα- μβ- μγ- μδ- με- μζ- μη- μθ- μι- μκ- μλ- μμ- μν- μξ- μο- μπ- μρ- μς- μτ- μυ- μφ- μχ- μψ- μω-
μια- μιβ- μιγ- μιδ- μιε- μιζ- μιη- μιθ- μιι- μικ- μιλ- μιμ- μιν- μιξ- μιο- μιπ- μιρ- μις- μιτ- μιυ- μιφ- μιχ- μιψ- μιω-
μιαα- μιαβ- μιαγ- μιαδ- μιαε- μιαζ- μιαη- μιαθ- μιαι- μιακ- μιαλ- μιαμ- μιαν- μιαξ- μιαο- μιαπ- μιαρ- μιας- μιατ- μιαυ- μιαφ- μιαχ- μιαψ- μιαω-
Annotated entries are asterisked.
μιαρός -ά -όν [LXX] ??? (adj.)
μιαροφαγέω [LXX] to eat abominable meats and μι^α^ρο-φα^γία ἡ eating of abominable meats L (v.)
μιαροφαγία, -ας, ἡ [LXX] eating unclean or contaminating food (n.)
μιαρώτατος -η -ον [LXX] ??? (adj.)
μίασμα, -ατος, τό defilement (n.)
μιασμός, -ου, ὁ defilement (n.)