Μ μ
μι-
μα- μβ- μγ- μδ- με- μζ- μη- μθ- μι- μκ- μλ- μμ- μν- μξ- μο- μπ- μρ- μς- μτ- μυ- μφ- μχ- μψ- μω-
μια- μιβ- μιγ- μιδ- μιε- μιζ- μιη- μιθ- μιι- μικ- μιλ- μιμ- μιν- μιξ- μιο- μιπ- μιρ- μις- μιτ- μιυ- μιφ- μιχ- μιψ- μιω-
Annotated entries are asterisked.
μιαίνω
to pollute (v.)
μιαρός -ά -όν [LXX] ??? (adj.)
μιαροφαγέω [LXX] to eat abominable meats and μι^α^ρο-φα^γία ἡ eating of abominable meats L (v.)
μιαροφαγία, -ας, ἡ [LXX] eating unclean or contaminating food (n.)
μιαρώτατος -η -ον [LXX] ??? (adj.)
μίασμα, -ατος, τό defilement (n.)
μιασμός, -ου, ὁ defilement (n.)
μίγμα, -ατος, τό mixture (n.)
μίγνυμι/μείγνυμι to mix (v.)
μιγνύω (s. μίγνυμι/μείγνυμι) to mix (v.)
μικρός -ά -όν small (adj.)
μικρότατος -η -ον [LXX] smallest (adj.)
μικρότερος -τέρα -ον smaller (adj.)
Μίλητος, -ου, ἡ Miletus (n.) [Place]
μίλιον, -ου, τό a Roman mile (n.)
μιμέομαι to mimic (v.)
μιμητής, -οῦ, ὁ mimic (n.)
μιμνῄσκομαι v.l. μιμνή- to remember (v.)
* μισέω to hate (v.)
μισθαποδοσία, -ας, ἡ reward (n.)
μισθαποδότης, -ου, ὁ rewarder (n.)
μίσθιος, -ου, ὁ hireling (n.)
μισθός, -ου, ὁ reward (n.)
μισθόω to hire (v.)
μίσθωμα, -ατος, τό price (n.)
μισθωτός[1] -η -ον [LXX] hired (adj.)
μισθωτός[2], -ου, ὁ hireling (n.)
Μιτυλήνη, -ης, ἡ Mitylene (n.) [Place]
Μιχαήλ, ὁ Michael (n.) [Person]
μιαρός -ά -όν [LXX] ??? (adj.)
μιαροφαγέω [LXX] to eat abominable meats and μι^α^ρο-φα^γία ἡ eating of abominable meats L (v.)
μιαροφαγία, -ας, ἡ [LXX] eating unclean or contaminating food (n.)
μιαρώτατος -η -ον [LXX] ??? (adj.)
μίασμα, -ατος, τό defilement (n.)
μιασμός, -ου, ὁ defilement (n.)
μίγμα, -ατος, τό mixture (n.)
μίγνυμι/μείγνυμι to mix (v.)
μιγνύω (s. μίγνυμι/μείγνυμι) to mix (v.)
μικρός -ά -όν small (adj.)
μικρότατος -η -ον [LXX] smallest (adj.)
μικρότερος -τέρα -ον smaller (adj.)
Μίλητος, -ου, ἡ Miletus (n.) [Place]
μίλιον, -ου, τό a Roman mile (n.)
μιμέομαι to mimic (v.)
μιμητής, -οῦ, ὁ mimic (n.)
μιμνῄσκομαι v.l. μιμνή- to remember (v.)
* μισέω to hate (v.)
μισθαποδοσία, -ας, ἡ reward (n.)
μισθαποδότης, -ου, ὁ rewarder (n.)
μίσθιος, -ου, ὁ hireling (n.)
μισθός, -ου, ὁ reward (n.)
μισθόω to hire (v.)
μίσθωμα, -ατος, τό price (n.)
μισθωτός[1] -η -ον [LXX] hired (adj.)
μισθωτός[2], -ου, ὁ hireling (n.)
Μιτυλήνη, -ης, ἡ Mitylene (n.) [Place]
Μιχαήλ, ὁ Michael (n.) [Person]